κασσιτέρου

κασσιτέρου
κασσίτερος
tin
masc gen sg
κασσιτερόω
plate with tin
pres imperat act 2nd sg
κασσιτερόω
plate with tin
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Κουάλα Λουμπούρ — (Kuala Lumpur). Πόλη (1.379.310 κάτ. το 2000) και ομόσπονδο κρατίδιο της Μαλαισίας. Είναι χτισμένη στη συμβολή των μικρών ποταμών Κλανγκ και Γκομπάκ, σε απόσταση περίπου 40 χλμ. από τη δυτική ακτή της Μαλάκα. Ιδρύθηκε το 1857 από μία ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

  • Κορνουάλη — (Cornwall). Κομητεία (3.559 τ. χλμ., 499.400 κάτ. το 2001) της νοτιοδυτικής Αγγλίας. Βρίσκεται Α της κομητείας Ντέβον. Στα ΒΔ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό και στα Ν από τη θάλασσα της Μάγχης. Η κομητεία, πρωτεύουσα της οποίας είναι η πόλη… …   Dictionary of Greek

  • κασσιτερίτης — Ορυκτό του κασσίτερου (SnO2) που κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα, στην τάξη της διτετραγωνικής πυραμίδας. Οι κρύσταλλοί του είναι στηλοειδείς, πρισματικοί ή μακροβελονοειδείς, με χρώμα συνήθως σκούρο καστανό ή ακόμα κιτρινωπό, πρασινωπό ή… …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • λευκοσίδηρος — Λεπτό έλασμα μαλακού χάλυβα καλυμμένο με στρώση κασσίτερου. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία τενεκές. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή δοχείων καθημερινής χρήσης και για πολλές άλλες εργασίες. Από τον 15o αι. χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία για τις …   Dictionary of Greek

  • σταννίτης — ο, Ν (ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού χαλκού, τού σιδήρου και τού κασσιτέρου το οποίο αποτελεί μετάλλευμα τού κασσιτέρου …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • βρετανικό μέταλλο — (britannia metal). Κράμα κασσίτερου και μολύβδου (συνήθως ένα μέρος μολύβδου με δέκα κασσίτερου). Ήταν γνωστό στην αρχαιότητα, αλλά μόνο μετά τον 15ο αι. άρχισαν να κατασκευάζονται –εκτός από τα κοινά μαγειρικά ή επιτραπέζια σκεύη– και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”